Ηλίας Μαραβέγιας
08.12.2013
«Καμπαρέ... Ελλάς». Μια επιθεώρηση
με άρωμα παλιάς Αθήνας ανεβαίνει στο Studio Κυψέλης. Πρωταγωνιστεί ο Μανώλης
Δεστούνης, σημαντικός ηθοποιός και άριστος γνώστης του συγκεκριμένου θεατρικού
είδους. «Εχω 51 χρόνια στο σανίδι. Τα 40 από αυτά έκανα επιθεώρηση» λέει ο
ίδιος στην «κυριακάτικη δημοκρατία». Εχει, λοιπόν, πολλές ιστορίες να μοιραστεί
μαζί μας από τις συνεργασίες του με «ιερά τέρατα» της τέχνης, όπως ο Νίκος
Σταυρίδης, ο Μίμης Φωτόπουλος, η Αννα Καλουτά, ο Κώστας Χατζηχρήστος και η Ρένα
Βλαχοπούλου.
«Η επιθεώρηση μας ήρθε από τη
Γαλλία σαν ρεβί, ένα θέαμα που συνδυάζει χορό, μουσική και σκετς. Οι Ελληνες,
ωστόσο, την αφομοιώσαμε. Κρατώντας τα βασικά στοιχεία του γαλλικού είδους, όπως
ο καταιγιστικός ρυθμός, οι εναλλαγές στα νούμερα και το τραγούδι, δώσαμε
μεγαλύτερη έμφαση στην απεικόνιση της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας
σατιρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις. Με τα χρόνια την κάναμε ελληνικό θεατρικό
είδος, και μάλιστα ατόφιο» συνεχίζει ο Μανώλης Δεστούνης, ξετυλίγοντας το
κουβάρι της ιστορίας ενός θεάματος που φανέρωνε κάποτε τον παλμό του πλήθους
γνωρίζοντας μεγάλες δόξες.
«Παλιά ο κόσμος μάθαινε τα νέα από την επιθεώρηση. Τα τραγούδια πρώτα γίνονταν επιτυχίες στη σκηνή κι έπειτα τα ηχογραφούσαν σε δίσκους. Και μιλάμε για διαμάντια που ακούγονται μέχρι σήμερα, όπως “Το τραμ το τελευταίο”, που τραγούδησαν για πρώτη φορά η Σπεράντζα Βρανά και ο Νίκος Ρίζος σε αθηναϊκή επιθεώρηση».
Το ξεκίνημά του στο θέατρο τον βρήκε να παίζει στο πλευρό του Μίμη Φωτόπουλου, ο οποίος ήταν και δάσκαλός του στη Σχολή Θεοδοσιάδη. «Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι η γαλήνη και η ψυχραιμία του. Ο πολύς κόσμος τον είχε γνωρίσει σαν μάγκα, λόγω και της αλησμόνητης ατάκας του “θα κααάθομαι”. Ηταν πολύ μορφωμένος άνθρωπος, σχεδόν σοφός. Είχε γράψει διηγήματα, ποιήματα, μυθιστορήματα, ζωγράφιζε. Και φυσικά ήταν από τους μεγαλύτερους κωμικούς μας. Είχα την τύχη να με επιλέξει να παίξω μαζί του πριν ακόμη τελειώσω τις σπουδές μου. Μου έβγαλε μάλιστα ειδική, προσωρινή άδεια γι' αυτόν τον λόγο. Παλιά, που υπήρχε η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος για τους ηθοποιούς, εκείνοι που σπούδαζαν ακόμη δεν επιτρεπόταν να βγουν στη σκηνή και να μιλήσουν. Μόνο βωβούς ρόλους μπορούσαν να κάνουν. Ο Φωτόπουλος όμως βρήκε το... παραθυράκι, κι έτσι πρωτοπάτησα μαζί του στο σανίδι το 1963».
Η επιτυχία
Ολοκληρώνοντας τις σπουδές στη σχολή, το 1965, τον φώναξε ο Μίμης Τραϊφόρος να παίξει στην επιθεώρηση «Η Αθήνα που έφυγε, η Αθήνα που ήρθε». Τον θίασο στελέχωναν κολοσσιαία ονόματα, όπως η Αννα Καλουτά, ο Ντίνος Ηλιόπουλος και ο Τάκης Μηλιάδης. Ο Μανώλης είχε αρχίσει ήδη να γίνεται γνωστός από το σινεμά κι ο Τραϊφόρος ξεχώρισε το όνομά του στη μαρκίζα ως ανερχόμενο ταλέντο.
«Σ' αυτή την παράσταση είχα ένα ωραίο ντουέτο με την Αννα Καλουτά. Ηταν η εποχή που ο Τζον Λένον και η Γιόκο Ονο είχαν έρθει στην Αθήνα, στο πλαίσιο μιας περιοδείας ειρήνης που έκαναν σε όλα τα κράτη. Η Καλουτά με επέλεξε από το τσούρμο για να κάνω το Λένον κι εκείνη υποδύθηκε την Ονο. Το νούμερο είχε διάρκεια μισή ώρα και λεγόταν “Πορεία ειρήνης διά της ξάπλας”. Γνώρισε μάλιστα τόσο μεγάλη επιτυχία, που το 1969 επαναλήφθηκε σε άλλη επιθεώρηση με μένα και τη Μαρίνα Παυλίδου. Η ανεπανάληπτη Αννα Καλουτά με βοήθησε πάρα πολύ στο ξεκίνημά μου. Στο νούμερο με τον Λένον μού έκανε επτά ώρες πρόβες κάθε μέρα. Ωφελήθηκα από την επιμονή και τη διδασκαλία. Ακόμη κι από τη χαριτωμένη γκρίνια της κέρδισα πράγματα. Μέχρι και πάνω στη σκηνή μού έκανε παρατηρήσεις. Μου έλεγε, για παράδειγμα, “όχι έτσι το πόδι” και μετά συνεχίζαμε το νούμερο».
Το... ατύχημα της Ρένας πάνω στη σκηνή και η αποθέωση που ακολούθησε (από τους θεατές)
Με τη Ρένα Βλαχοπούλου και τον Νίκο Σταυρίδη ο Μανώλης έκανε πολλές συνεργασίες. «Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι έχω περάσει μαζί τους. Αυτή την εποχή τελειώνω ένα βιβλίο, «Οδοιπορικό ενός κωμωδού» το ονομάζω, κι έχω βάλει μέσα πολλά στιγμιότυπα από την πορεία μου δίπλα σε όλους αυτούς τους σπουδαίους καλλιτέχνες. «Ο Σταυρίδης, εκτός από εκπληκτικός ηθοποιός, είχε και μεγάλο χαβαλέ στην παρέα. Οταν βγαίναμε για φαγητό ή διασκέδαση μετά το θέατρο γινόταν χαμός. Κάναμε καινούργια συκώτια από το γέλιο που μας προκαλούσε ο Σταυρίδης με τις πλάκες του».
Οσο για τη Ρένα; «Ηταν μια τρέλα, ένας θηλυκός κλόουν με ανεπανάληπτο και πηγαίο χιούμορ. Εκανα μαζί της την “Κόμισσα της Κέρκυρας” στο σινεμά και, παρόλο που βγαίναμε με κοινές παρέες, είχα σεβασμό απέναντί της και τη φώναζα πάντα κυρία Ρένα. “Ελα, ωρέ τρελοκεφαλλονίτη, Ρένα να με λες, Ρενούλα, εδώ κάνουμε παρέα” με παρότρυνε. Εγώ όμως επέμενα στο “κυρία Ρένα”. “Μπα, που να μπει ο διάολος μέσα σου” μου έλεγε. Με αγαπούσε η Ρένα και με βοηθούσε. Οταν συνεργαστήκαμε στο Ακροπόλ, κάθε βράδυ που τελειώναμε το νούμερό μας έλεγε στον κόσμο: “Είδατε ταλέντο ο Κεφαλλονίτης;”»
Ενα κορυφαίο γεγονός που θυμάται ο Μανώλης Δεστούνης με τον ίδιο και τη Βλαχοπούλου επί σκηνής ήταν στο Ρεξ το 1971. «Υπήρχε φτώχεια τότε και η Ρένα έκανα πλάκα με τον κόσμο λέγοντας: “Ολους φράπες σάς βλέπω και με κοιλίτσες, άρα τρώτε καλά”. Σε ανύποπτο χρόνο τη σκουντάω και της λέω μια ατάκα που δεν υπήρχε στο κείμενο: “Κι εγώ τρώω καλά;” Φαίνεται ότι της φάνηκε πολύ αστεία η ερώτηση, επειδή ήμουν φοβερά αδύνατος, κι έβαλε τα γέλια. Το νούμερο σταμάτησε, γελούσε η Ρένα, γελούσα εγώ, ο κόσμος χειροκροτούσε γελώντας. Κάποια στιγμή, βλέπω μια... λιμνούλα γύρω από το ωραίο μάξι φόρεμα που φορούσε. “Κατουρήθηκα η π... α” είπε γελώντας ακόμη κι έφυγε από τη σκηνή. Ο κόσμος από κάτω είχε πάθει αμόκ, χειροκροτούσε και ζητωκραύγαζε».
«Ο Καραμανλής έβλεπε συνέχεια τον Ζήκο»
Εξίσου δυνατή ήταν και η σχέση του με τον Κώστα Χατζηχρήστο. «Μια φορά που παίζαμε μαζί στο Ακροπόλ, τον παίρνει τηλέφωνο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής από το Παρίσι, όπου βρισκόταν το 1970, και του λέει κάνοντας χιούμορ: “Ελα, ρε Κώστα, γιατί δεν με έχεις αναφέρει τώρα τελευταία στην επιθεώρηση;” Το επόμενο βράδυ ο Χατζηχρήστος έβαλε προσθήκη για χάρη του στο νούμερό του. Ηταν μεγάλος θαυμαστής του Χατζηχρήστου ο Καραμανλής. Εβλεπε δύο φορές την εβδομάδα την αγαπημένη του ταινία “Της κακομοίρας” με τον Ζήκο. Σπουδαίο ταλέντο κι ο Χατζηχρήστος. Αν είχε κάνει αυτή την ταινία στην Αμερική, θα είχε γίνει ανώτερος του Τσάρλι Τσάπλιν και θα έπαιρνε και Οσκαρ. Επίσης ήταν καλό παιδί και γαλαντόμος. Κάθε βράδυ τάιζε 20 άτομα, κυρίως άνεργους συναδέλφους του».
«Οι βωμολοχίες κατέστρεψαν τις παραστάσεις. Εμείς τώρα επιστρέφουμε στις παλιές συνταγές»
Για τον Μανώλη Δεστούνη η εποχή της παλιάς, καλής αθηναϊκής επιθεώρησης άρχισε να φθίνει στο τέλος της δεκαετίας του 1970, όταν είχαν φύγει πια από τη ζωή ή αποσυρθεί τα καλλιτεχνικά θηρία που αναφέραμε παραπάνω και πολλά ακόμη. «Προσπάθησαν τότε να δημιουργήσουν μια νέα επιθεώρηση, βάζοντας στα κείμενα βωμολοχίες. Αυτό την κατέστρεψε. Και, δυστυχώς, ο κόσμος γέλαγε τότε με τον Στάθη Ψάλτη και άλλους, που δεν θέλω να ονομάσω για να μην τους κάνω και διαφήμιση» λέει ο ηθοποιός, που φέτος σκηνοθετεί κιόλας την παράσταση «Καμπαρέ... Ελλάς».
Στόχος του μέσα από αυτή είναι να ταξιδέψει τους θεατές σε επιθεωρήσεις του παλιού καλού καιρού με ποιότητα και χιούμορ. «Βασίζεται σε παλιά νούμερα, τα οποία φρεσκαρίστηκαν και παραμένουν συγκλονιστικά επίκαιρα. Παίρνεις ένα κείμενο που γράφτηκε πριν από 40 χρόνια, αλλάζεις τα ονόματα των πολιτικών και παίζει όχι μόνο τώρα, αλλά και σε 100 χρόνια από τώρα. Αυτή τη δύναμη είχαν οι πένες του Σακελλάριου, του Ελευθερίου, του Τραϊφόρου και πολλών άλλων δημιουργών» υπογραμμίζει ο Δεστούνης, ο οποίος είναι και διευθυντής στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου.
Για τις ανάγκες της παράστασης γράφτηκαν και έξι καινούργια νούμερα από τον ίδιο και την Τούλα Μπούτου, τα οποία θυμίζουν επίσης την παλιά, καλή επιθεώρηση. Οσο για τον τίτλο της; «Είναι αλληγορικός και μεταφορικός. Χρησιμοποίησα τη λέξη “καμπαρέ” για να μη βάλω κάτι άλλο. Μας πετσοκόβουν μισθούς και συντάξεις την ώρα που υπάρχει φοβερή ακρίβεια παντού. Ζούμε σε μια δύσκολη εποχή, αλλά ο κόσμος θέλει το γέλιο κι εμείς το προσφέρουμε».
Info: «Καμπαρέ... Ελλάς», Studio Κυψέλης (Σπετσοπούλας 9 & Κυψέλης). Από Παρασκευή ως Κυριακή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου